ΑΡΚΊΤΣΑ


Η Αρκίτσα είναι παράλιος οικισμός του Νομού Φθιώτιδας με υψόμετρο 40 μ. και πληθυσμό 840 κατοίκους κατά την Ελληνική Απογραφή 2011. Αποτελεί αναγνωρισμένο τουριστικό θέρετρο, γνωστό για τις παραλίες του με τα καθαρά νερά του και το περιβάλλον του. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στην ακτή της τέως Επαρχίας Λοκρίδας επί τουΒόρειου Ευβοϊκού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Λοκρών, με έδρα την Αταλάντη. Παλαιότερα στην Αρκίτσα υπαγόταν και ο συνοικισμός Μελιδόνι. Απέχει 10 χιλιόμετρα από την Αταλάντη 150 χιλιόμετρα από την Αθήνα.
Το λιμάνι της συνδέει με φέρι μποτ την Κεντρική Ελλάδα με τη Βόρεια Εύβοια (Αρκίτσα - Λουτρά Αιδηψού) και εμφανίζει μεγάλη κίνηση όλες τις εποχές του χρόνου.


Ιστορία - Αρχαιολογικά ευρήματα

Η περιοχή της Αρκίτσας ταυτίζεται με το σημείο που βρισκόταν η αρχαία Αλόπη.

Η Αλόπη ήταν χτισμένη στη σημερινή θέση Μελιδόνι στο 157ο χιλιόμετρο Εθνικής οδού Αθηνών - Λαμίας, ανάμεσα στις Λιβανάτεςκαι τον Άγιο Κωνσταντίνο. Η απόσταση από Λιβανάτες (αρχαίος Κύνος) μέχρι τον Άγιο Κωνσταντίνο (αρχαίος Δαφνούντας) είναι 18 -19 χιλιόμετρα, τόση όση αναφέρει και ο Στράβων (Θ. 4.3.)

Στο παρελθόν είχαν γίνει ανασκαφές με την εποπτεία του Αναστάσιου Ορλάνδου, εκεί όπου σήμερα υπάρχουν τα ερείπια της Αγίας Αικατερίνης και ανακαλύφθηκαν αρκετά ευρήματα αρχαίων χρόνων. Ακόμη και σήμερα ανακαλύπτονται αρχαιολογικά ευρήματα στο σημείο αυτό με τις εκσκαφές που γίνονται για την παρακαμπτήριο της Εθνικής οδού. Βρέθηκε πόλη των ύστερων Ελληνιστικών χρόνων και της Ρωμαϊκής περιόδου καθώς και μεγάλο μέρος της οχύρωσής της.

Η Αλόπη και το Θρόνιο κατά το πρώτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου (431-430) είχαν καταληφθεί από τον Αθηναίο στρατηγό Κλεόπομπο του Κλεινίου (Θουκυδίδης.2.26), πράγμα που σημαίνει ότι υπήρχε η πόλη στην Κλασσική εποχή. Εκτός της Λοκρικής Αλόπης υπήρχαν και άλλες πόλεις με το ίδιο όνομα, όπως αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος.

Όλοι οι οικισμοί της Λοκρικής Αλόπης είναι παραθαλάσσιοι, οι κάτοικοί τους αγρότες, έμποροι και ναυτικοί και η κοινωνική οργάνωση ήταν ιεραρχημένη. Είναι εμφανείς οι επιρροές από την υπόλοιπη Ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά σε διάφορες ασχολίες των κατοίκων κυρίως όμως στην κεραμική τέχνη.

Πριν την Μυκηναϊκή περίοδο στην περιοχή παρατηρήθηκαν καταστροφές οικισμών, στασιμότητα, επιστροφή στη γεωργία, πολιτισμική απομόνωση λόγω πιθανής εισβολής ελληνικών φύλων από τη Θεσσαλία.

Την Μυκηναϊκή περίοδο οι κάτοικοι ασχολούνταν με την αλιεία, την κτηνοτροφία και την γεωργία (σιτάρι, δημητριακά, όσπρια, ελιές, σταφύλια, κρασί).

Την Πρωτογεωμετρική περίοδο (10ος αιώνας-8ος αιώνας π.Χ.) έχουμε αλλαγή στα ταφικά έθιμα, επιρροές στην τέχνη από Αττική, Κόρινθο, Εύβοια και Θεσσαλία), μαζική παραγωγή αγγείων και άνθηση της μεταλλουργίας (όπλα και χρυσά κοσμήματα). Η κοινωνία την εποχή αυτή είναι πολυταξική με διαφορετικές ασχολίες των εκπροσώπων της κοινωνικής ιεραρχίας, η δε θέση της γυναίκας υψηλή και σημαντική εντός αυτής.

Οι ασχολίες του λαού με το εμπόριο και τη ναυτιλία, έχουν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας εύπορης τάξης της αστικής τάξης.

Τον 4ο μ.Χ. αιώνα χρονολογείται η ανέγερση της εκκλησίας Αγία Αικατερίνη στη θέση «Μελιδόνι» κοντά στην ομηρική πόλη «Αλόπη». Λείψανα αυτής σώζονται μέχρι σήμερα. Η ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 1929 από τον Αναστάσιο Ορλάνδο στην εν λόγω περιοχή της Αρκίτσας, αποκάλυψε τα ερείπια μιας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής με προεξέχον εγκάρσιο κλίτος. Το κεντρικό και εγκάρσιο κλίτος και το ιερό κοσμούνταν με ψηφιδωτά δάπεδα που διαιρούνταν σε διάχωρα με γεωμετρικά κυρίως μοτίβα και πλαισιώνονταν από ελισσόμενους φυτικούς βλαστούς. Κοντά στο ιερό βήμα υπήρχε ψηφιδωτή αφιερωματική επιγραφή με τα ονόματα των δωρητών Ευγενίου και Διονυσείας.

Η εκκλησία του Άγιου Γεώργιου στην πλατεία της Αρκίτσας

Διασώθηκαν τμήμα του μαρμάρινου αρχιτεκτονικού διακόσμου του ναού, όπως ιωνικά κιονόκρανα με χωριστά επιθήματα και τμήματα του μαρμάρινου φράγματος του ιερού. Με βάση τα ψηφιδωτά δάπεδα και το μαρμάρινο διάκοσμο η βασιλική χρονολογήθηκε στα τέλη του 4ου ή, το πιθανότερο, στις αρχές του 5ου αιώνα. Στο δυτικό τμήμα της υπήρχε προστώο αίθριο πλαισιωμένο από προσκίσματα στη βόρεια και νότια πλευρά και πρόπυλο στα δυτικά. Η βασιλική διέθετε βαπτηστήριο με προαύλιο οίκο και φωτηστήριο, στο εσωτερικό του οποίου αποκαλύφθηκε ωοειδής κολυμβήθρα με δύο κλίμακες επενδεδυμένη με λευκά μαρμάρινα πλακίδια. Βόρεια του βαπτηστηρίου υπήρχε πιθανότατα το διακονικό, ενώ τα δυο προσκτίσματα της βόρειας πλευράς ήταν αποθηκευτικοί χώροι για τις προσφορές των πιστών. Το δάπεδο του πρόπυλου κοσμούσε ψηφιδωτό με επιγραφή του δωρητή Γερόντιου. Η ανασκαφή του αιθρίου έφερε στο φως θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών, χάλκινα νομίσματα και αρκετή κεραμική.

Ξεχωρίζει ένα σπάνιο λυχνάρι με παράσταση αυτοκράτορα που φέρει χώρο και ένσταυρη ράβδο. Η βασιλική που μέσα στον ο αιώνα δέχθηκε μερικές προσθήκες και επισκευές, φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε οριστικά στα τέλη του 6ου αιώνα, αφού είχε υποστεί σημαντικές καταστροφές, πιθανόν από επιδρομή και λεηλασία.

Στα ΝΔ της βασιλικής και σε μικρή απόσταση αποκαλύφθηκε εν μέρει ένα κτηριακό συγκρότημα σύγχρονο προς αυτή από την ανασκαφή του προήλθε μεγάλος αριθμός νομισμάτων, λύχνων με σταυρούς και οικιακών σκευών. Πιθανόν το κτήριο αυτό να σχετίζεται με το εκκλησιαστικό μνημείο, απαιτείται όμως η ολοκλήρωση της έρευνας για τον ασφαλή καθορισμό της χρήσης του. Μερικές δεκάδες μέτρα δυτικότερα αποκαλύφθηκε τμήμα λουτρικού συγκροτήματος που διατηρείται σε αρκετό ύψος. Το ορατό τμήμα ανήκει πιθανόν στο χώρο των φούρνων (praefurnium) και στην αίθουσα του θερμού (caldarium). Από τα στοιχεία αυτά και την ύπαρξη άφθονης κεραμικής σε όλη την πλαγιά νότιας της βασιλικής, συμπεραίνει κανείς ότι στη θέση του σημερινού οικισμού Λιόση και ακριβώς δίπλα στο λόφο της αρχαίας πόλης Αλόπης, άκμασε για δύο τουλάχιστον αιώνες μια χριστιανική πόλη το όνομα της οποίας δεν έχει διασωθεί.

Ο φάρος της Αρκίτσας

Η μέση βυζαντινή περίοδος πρέπει να ήταν μια εποχή άνθησης για την περιοχή της Λοκρίδας. Αυτό μαρτυρείται από τα σωζόμενα μνημεία, αλλά και τα διάσπαρτα λείψανα, νομίσματα, αρχιτεκτονικά μέλη και επιφανειακή κεραμική που έχουν αποκαλυφθεί σε διάφορες περιοχές.

Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν την ύπαρξη κατοίκησης, που όμως δεν έχει διαπιστωθεί ανασκαφικά έως σήμερα. Ο περιηγητής Αργύρης Φιλιππίδης από τις Μηλιές του Πηλίου, αναφέρει στις εντυπώσεις του που κατέγραψε από 1η Ιουνίου μέχρι 15 Οκτωβρίου 1815 σε βιβλίο του με τον τίτλο «Γεωγραφία μερική»: «από το Ταλάντι έρχεσαι δυτικά του κόλπου, έως και μια ώρα και παραπάνω ευρίσκεται αριστερά αυτού άλλο χωριό πηγαίνοντας εμπρός, την Αρκίτζα. Και αυτό κατοικημένο από Χριστιανούς. Έχει έως σαράντα σπίτια και παραπάνω. Έχουν και εδώ πρόβατα και γίδια αρκετά. Κάμνουν σιτάρι, κριθάρι, ωσάν τις Λιβανάτες, παστρικό και καλό. Οι άνθρωποι εδώ εις την υγεία του σώματος είναι απαραλλάκτως ωσάν τις Λιβανάτες. Υπόκειται εις την εξουσία και εκκλησία εκ του Ταλάντι».

Στην Επανάσταση του 1821 η Αρκίτσα ανέδειξε τους αγωνιστές: Αθανασίου Γκόλφη, Βασιλείου Αργύρη, Γεωργίου Ηλία, Δημητρίου Αναστάσιο, Δημητρίου Γιοβάνης, Μοσχολιό Λουκά και Γκόλφη Αθανάσιο.

Στο ακρωτήρι «Κύνιον» κτίστηκε το 1906 ο Φάρος της Αρκίτσας (γνωστός επίσης και ως "φανάρι της Αρκίτσας").

Η αρχική αναγνώριση της Αρκίτσας ως Κοινότητας έγινε το 1912 και προήλθε από τον Δήμο Δαφνουσίων. Αρχικά αποτελούνταν από τους συνοικισμούς Αρκίτσα και Μελιδόνι και ο πληθυσμός το 1920 ανερχόταν σε 392 κατοίκους στην Αρκίτσα και 66 στο Μελιδόνι.

Κατά την απογραφή του 1961 η Αρκίτσα είχε 711 κατοίκους, ενώ στην απογραφή του 1991 έφτασε τους 913.

Τουρισμός - Ήθη - Έθιμα

Στην Αρκίτσα μπορεί κανείς να βρει κάθε λογής φρέσκα ψάρια, χταπόδια και άλλα θαλασσινά που αλιεύονται στον Ευβοϊκό κόλπο. Επίσης περιβάλλεται από αρκετές παραλίες και κολπίσκους κατάλληλους για κολύμβηση όπως Λιβρίχιο, Σουβάλα, Κέδρος και την ίδια την παραλία της Αρκίτσας.

Ήθη - Έθιμα

Την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου πραγματοποιούνται στο λιμάνι της Αρκίτσας πολιτιστικές εκδηλώσεις από τον Πολιτιστικό σύλλογο Αρκίτσας ΚΛΕΙΔΩΝΑ. Από το 2000 και μετά, διοργανώνεται φεστιβάλ παραδοσιακών χορών με συμμετοχές χορευτικών συγκροτημάτων από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικο, παιδικές δραστηριότητες και παρουσίαση τραγουδιών για να τιμήσουν την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου[1][2][3]

Την Δευτέρα του Πάσχα, πραγματοποιείται το έθιμο της Ρωμάνας, που αναβιωνει ο πολιτιστικος συλλογος Kλειδωνας. Γυναίκες, με τοπικές ενδυμασίες τραγουδώντας το τραγούδι της Ρωμάνας συγκεντρώνουν χρήματα και υλικά για να φτιάξουν παραδοσιακες πιτες Το ίδιο απόγευμα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου υπό τους ήχους παραδοσιακής μουσικής προσφέρουν τις πιτες που ετοίμασαν και γίνεται ένα κλασικό γλέντι με χορό και κρασί.